Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Επέτειος 28ης Οκτωβρίου

Μικρό Χρονικό
Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος του 1940 (στην Ελλάδα και Πόλεμος ή Έπος του 40) ήταν η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, η οποία διήρκεσε από τις 28 Οκτωβρίου 1940 μέχρι τις 23 Απριλίου 1941. Επίσημη έναρξη του Πολέμου θεωρείται η «επίδοση του τελεσιγράφου», ενώ μετά τις 6 Απριλίου 1941, με την επέμβαση των Γερμανών, συνεχίστηκε ως Ελληνοϊταλικογερμανικός πόλεμος.
Ο πόλεμος αυτός ήταν το αποτέλεσμα της επεκτατικής πολιτικής του φασιστικού καθεστώτος του Μπενίτο Μουσολίνι που είχε εγκαθιδρύσει στην Ιταλία. Στα μέσα του 1940, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έχοντας ως πρότυπο τις κατακτήσεις του Αδόλφου Χίτλερ, θέλησε να αποδείξει στους Γερμανούς συμμάχους του Άξονα ότι μπορεί και ο ίδιος να οδηγήσει την Ιταλία σε ανάλογες στρατιωτικές επιτυχίες. Η Ιταλία είχε ήδη κατακτήσει την Αλβανία από την άνοιξη του 1939, καθώς και πολλές βρετανικές βάσεις στην Αφρική, όπως τη Σομαλιλάνδη, το καλοκαίρι του 1940, αλλά αυτές δεν ήταν επιτυχίες ανάλογες αυτών της ναζιστικής Γερμανίας. Ταυτόχρονα ο Μουσολίνι επιθυμούσε να ισχυροποιήσει τα συμφέροντα της Ιταλίας στα Βαλκάνια, που ένοιωθε ότι απειλούνταν από τη γερμανική πολιτική από την στιγμή που η Ρουμανία είχε δεχθεί την γερμανική προστασία για τα πετρελαϊκά της κοιτάσματα.
Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου του 1940, ο Ιταλός Πρέσβης στην Αθήνα, Εμανουέλε Γκράτσι επέδωσε ιδιόχειρα στον Έλληνα Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο, προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Ελληνικού Βασιλείου, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για τις ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του για τη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική. Μετά την άρνηση του Πρωθυπουργού (το περίφημο «όχι»), ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις άρχισαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις εισβολής στην Ελλάδα.
  • Αξίζει να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό, ότι ανεξάρτητα των όσων έχουν γραφεί κατά καιρούς σε διάφορα έντυπα, ο πόλεμος αυτός δεν ήταν αιφνίδιος. Η επίδοση του τελεσιγράφου αναμενόταν ήδη από ημέρα σε ημέρα, η δε ημερομηνία αυτή της επίδοσης θεωρούνταν η πλέον πιθανή δεδομένου ότι αποτελούσε εθνική επέτειο του φασισμού στην Ιταλία από το 1925. Αλλά και από ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριών που είχε αναπτυχθεί τότε, σε συνδυασμό με διάφορα γεγονότα όπως αναφέρονται παρακάτω, οδηγούσαν με απόλυτη ακρίβεια την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση κατά την οποία η Ελλάδα βρέθηκε τουλάχιστον έτοιμη να την αντιμετωπίσει.
Ο Ελληνικός Στρατός αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τον ιταλικό σε υποχώρηση και μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου, σχεδόν το ένα τέταρτο του εδάφους της Αλβανίας είχε καταληφθεί από τους Έλληνες. Η αντεπίθεση των Ιταλών, το Μάρτιο του 1941, απέτυχε, με κέρδος μόνο μικρές εδαφικές εκτάσεις στην περιοχή της Χειμάρρας[1]. Τις πρώτες μέρες του Απριλίου, με την έναρξη της γερμανικής επίθεσης, οι Ιταλοί ξεκίνησαν και αυτοί νέα αντεπίθεση. Από τις 12 Απριλίου, ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να υποχωρεί από την Αλβανία, για να μην περικυκλωθεί από τους προελαύνοντες Γερμανούς. Ακολούθησε η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, στις 20 Απριλίου και με τους Ιταλούς, τρεις μέρες αργότερα, οι οποίες περαίωσαν τυπικά τον ελληνοϊταλικόγερμανικό πόλεμο.
Η απόκρουση της ιταλικής εισβολής αποτέλεσε τη πρώτη νίκη των Συμμάχων κατά των δυνάμεων του Άξονα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ανύψωσε το ηθικό των λαών στη σκλαβωμένη Ευρώπη. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η νίκη των Ελλήνων επηρέασε την έκβαση ολόκληρου του πολέμου, καθώς υποχρέωσε τους Γερμανούς να αναβάλουν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, προκειμένου να βοηθήσουν τους συμμάχους τους Ιταλούς που έχαναν τον πόλεμο με την Ελλάδα. Η καθυστερημένη επίθεση τον Ιούνιο του 1941, ενέπλεξε τις γερμανικές δυνάμεις στις σκληρές συνθήκες του ρωσικού χειμώνα, με ….




Η εξέλιξη και οι συνέπειες
Παρά την τελική νίκη των δυνάμεων του Άξονα κατά της Ελλάδας, η αρχική ελληνική νίκη κατά των Ιταλών είχε μεγάλη επίπτωση στην έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι η αναγκαστική γερμανική επέμβαση στα Βαλκάνια καθυστέρησε την «επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα», ενώ προκάλεσε απώλειες σε αεροσκάφη και αλεξιπτωτιστές κατά τη Μάχη της Κρήτης. Αναφέρεται ότι ο Αδόλφος Χίτλερ, σε συνομιλία του με την Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl), είπε με πικρία ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δε χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική τροπή. Θα είχαμε αποφύγει το ρωσικό χειμώνα κατά αρκετές εβδομάδες και θα είχαμε καταλάβει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δε θα υπήρχε Μάχη του Στάλινγκραντ»[23]. Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Antony Beevor, υποστηρίζουν ότι δεν καθυστέρησε η ελληνική αντίσταση την επίθεση του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά η αργή κατασκευή αεροδρομίων στην Ανατολική Ευρώπη[24]. Παρά ταύτα, είναι κοινός τόπος ότι η ανάγκη κατάληψης της Ελλάδας, η ανάγκη να κατασταλεί η Αντίσταση και να προστατευτεί η χώρα από ενέργειες των Συμμάχων, κράτησε στην Ελλάδα πολυάριθμες γερμανικές και ιταλικές μονάδες καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, όμως, η ελληνική αντίσταση χρειάστηκε, στην τελική της φάση την επέμβαση των Συμμάχων. Η απόφαση να σταλούν βρετανικά στρατεύματα στην Ελλάδα ήταν πρωτίστως πολιτική και όχι στρατιωτική. Εκ των υστέρων, η αποστολή δυνάμεων από τη Μέση Ανατολή στην Ελλάδα σε ένα τόσο κρίσιμο σημείο, χαρακτηρίστηκε από τον στρατηγό Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke) ως μια «αδιαμφισβήτητη στρατηγική γκάφα», καθώς οι δυνάμεις αυτές, από τη μία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς να ανακόψουν τους προελαύνοντες Γερμανούς, ενώ από την άλλη θα μπορούσαν να είχαν παίξει αποφασιστικό ρόλο στο μέτωπο της Βόρειας Αφρικής, όπου η συμβολή τους θα μπορούσε να είχε οδηγήσει στη νίκη πολύ ενωρίτερα. Το γεγονός αυτό κατά τους Άγγλους δικαιολογείται απ' το ότι εκείνη την στιγμή, αντί να εξαλείψουν για πάντα την Ιταλική παρουσία στην Β. Αφρική , έδωσαν καιρό στον Ρόμμελ να ετοιμάσει την εισβολή του, την οποία αργότερα πλήρωσαν ακριβά. Η πολιτική πρωτοβουλία εντούτοις χρεώνεται στον Τσώρτσιλ ο οποίος ενθουσιάστηκε με την ιδέα ενός λαού που νικά τον Άξονα και που θα μπορούσε να αποβεί ένα μελλοντικό εφαλτήριο για μια επίθεση στα πλευρά των Γερμανών. Δυστυχώς όμως οι Αγγλικές δυνάμεις δεν ήταν αρκετές να περιφρουρήσουν όλη την Αυτοκρατορία , πράγμα που ήταν γνωστό στο Αγγλικό Επιτελείο ήδη απ το 1938, οπότε η κατά τα άλλα γενναία επέμβαση των Άγγλων στο πλευρό της Ελλάδας είχε το χαρακτηριστικό του 'πολύ λίγο και πολύ αργά' για τα τότε δεδομένα.
Ο Χίτλερ τηλεφωνεί στον Μουσολίνι:
«Μπενίτο, δεν είσαι ακόμα στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω Αδόλφε»
«Λέω, ακόμα δεν είσαι στην Αθήνα;»
«Δε σε ακούω!! Θα τηλεφωνείς από μακριά. Στο Λονδίνο είσαι;»
Ανέκδοτο που κυκλοφορούσε στην Κατεχόμενη Γαλλία το χειμώνα 1940-41[25]
Πολύ σημαντικό επίσης ήταν και το ηθικό παράδειγμα, σε μια εποχή όπου μόνο η Βρετανική Αυτοκρατορία αντιστεκόταν στις δυνάμεις του Άξονα, μιας μικρής χώρας η οποία, όχι μόνο αντιστεκόταν με τόλμη ενάντια σε μια, υποτίθεται παντοδύναμη, φασιστική Ιταλία, αλλά κατήγαγε και σημαντικές νίκες. Η αξία του ηθικού παραδείγματος τονιζόταν και στους διθυραμβικούς επαίνους που η Ελλάδα λάμβανε την εποχή εκείνη.
Ο Γάλλος στρατηγός Ντε Γκωλ ήταν επίσης μεταξύ εκείνων που επαίνεσαν την υπερηφάνια της ελληνικής αντίστασης. Σε επίσημο μήνυμά του για την 25η Μαρτίου, ο Ντε Γκωλ εξέφραζε το θαυμασμό του για την ελληνική αντίσταση:
    Στο όνομα του κατεχόμενου, πλην ακόμη ζωντανού γαλλικού λαού, η Γαλλία επιθυμεί να χαιρετίσει τον πόλεμο του ελληνικού λαού για την ελευθερία του. Η 25η Μαρτίου 1941 βρίσκει την Ελλάδα στην κορυφή ενός ηρωικού αγώνα και στην κορυφή της δόξας της. Η Ελλάδα δεν έχει δει τέτοιο μεγαλείο και τέτοια δόξα, σαν αυτή που σήμερα απολαμβάνει, από τον καιρό της Ναυμαχίας της Σαλαμίνας.[26]    
Η στοίχιση της Ελλάδας με τους Συμμάχους συνετέλεσε στο να της δοθούν τα κατεχόμενα από την Ιταλία, αλλά κατοικούμενα από Έλληνες Δωδεκάνησα, το 1947, με τη λήξη του Πολέμου.

1 σχόλιο: